χρυσομήλη

χρυσομήλη
η, Ν
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysomēla < χρυσόμηλα, πληθ. τού χρυσόμηλον, κατ' επίδραση τού χρυσομηλολόνθιον «χρυσοκάνθαρος» ως προς τη σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • χρυσομηλίδες — και εσφ. τ. χρυσομελίδες, οι, Ν ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysomelidae < chrysomela (βλ. λ. χρυσομήλη). Η λ., στον λόγιο τ. χρυσομηλίδαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χρυσομηλολόνθη — η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. χρυσομήλη αρχ. είδος χρυσοκανθάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μηλολόνθη «χρυσοκάνθαρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”